- ἐπαλαζονεύομαι
- ἐπᾰλαζονεύομαι,A boast over,
τινί J.BJ2.18.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινί J.BJ2.18.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαλαζονεύομαι — ἐπαλαζονεύομαι (Α) (αποθ.) υπερηφανεύομαι, κομπάζω για κάτι («ἐπαλαζονεύοντο τοῑς τολμήμασιν», Ιώσηπ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «καταθρασύνομαι» … Dictionary of Greek
ἐπαλαζονευόμενον — ἐπαλαζονεύομαι boast over pres part mp masc acc sg ἐπαλαζονεύομαι boast over pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλαζονευόμενοι — ἐπαλαζονεύομαι boast over pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλαζονεύσηται — ἐπαλαζονεύομαι boast over aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)